- ἀντιλάβῃ
- ἀντιλαμβάνωreceive instead ofaor subj mp 2nd sgἀντιλαμβάνωreceive instead ofaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀντιλαβή — thing to hold by fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιλαβή — Όρος που αναφέρεται στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Πρόκειται για τη μορφή της στιχομυθίας που δεν αναπτύσσεται με τη διαδοχή ακέραιων στίχων αλλά ημιστιχίων. Η επινόηση αυτή χρησιμοποιήθηκε για την απόδοση της συγκινησιακής έντασης ή του… … Dictionary of Greek
ἀντιλαβαί — ἀντιλαβή thing to hold by fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλαβήν — ἀντιλαβή thing to hold by fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλαβῶν — ἀντιλαβή thing to hold by fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hoplon — Hoplon … Deutsch Wikipedia
ԲՌՆԱՀԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 516 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 10c գ. ἁντιλαβή apprehensio Բուռն հարումն. ըմբռնումն. *Զերծեալք ʼի բռնահարութենէ որսողին. Խոսր.: *Անմեղանչելիք մնան ʼի բռնահարութեան մերկ ձեռին՝ որպէս զգաւազանդ. Արշ.: Եւ λαβή եղի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀντιλαβάς — ἀντιλαβά̱ς , ἀντιλαβή thing to hold by fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλαβῆς — ἀντιλαβεύς masc nom pl ἀντιλαβεύς masc nom/voc pl ἀντιλαβή thing to hold by fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)